- παλίμπλυτος
- παλίμπλυτος, -ον (Α)1. αυτός που πλύθηκε εκ νέου2. μτφ. (για λογοκλόπο) αυτός που επεξεργάζεται ή τροποποιεί τα έργα τών άλλων και τά εκδίδει σαν να ήταν δικά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλυτός (< πλύνω)].
Dictionary of Greek. 2013.